ταχυμαθής

ταχυμαθής
τᾰχῠ-μᾰθής, ές,
A quick to learn, Poll.4.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταχυμαθής — ές, ΝΑ αυτός που μαθαίνει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μαθής (< μάθος (τό) «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. πολυ μαθής] …   Dictionary of Greek

  • ταχυμαθεῖς — ταχυμαθής quick to learn masc/fem acc pl ταχυμαθής quick to learn masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek

  • ευμαθής — ές (ΑΜ εὐμαθής, ές) 1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής 2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωση αρχ. 1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός 2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή… …   Dictionary of Greek

  • ταχυμάθεια — η, Ν το να μαθαίνει κανείς γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυμαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Νικόλ. Σαρίπολο] …   Dictionary of Greek

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

  • ταχύμαθος — η, ο, Ν ταχυμαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μαθος (< μαθαίνω / μανθάνω), πρβλ. ξέ μαθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”